- συνδιοικώ
- (ε) μετ. совместно управлять (чём-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνδιοικώ — συνδιοικῶ, έω, ΝΜΑ διοικώ ή διαχειρίζομαι κάτι από κοινού με άλλον ή με άλλους αρχ. 1. κατορθώνω κάτι μαζί με άλλον 2. παθ. συνδιοικοῡμαι, έομαι έχω και εγώ επίσης μια ιδιότητα («τὰ φυτὰ τῇ [τῶν μεγάλων δένδρων] συνδιοικούμενα στερεότητι», Σωρ.) … Dictionary of Greek
συνδιοίκηση — η, Ν [συνδιοικώ] 1. διοίκηση που ασκείται από κοινού 2. (κοινων.) καθεμιά από τις διάφορες μορφές συμμετοχής τών εργαζομένων στη διοίκηση και διαχείριση τών επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων … Dictionary of Greek
συνδιοικητής — ο, Ν διοικητής από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδιοικώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στο Περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων/πόλεως] … Dictionary of Greek